έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
αεροφαγία — Πάθηση που οφείλεται στην κατακράτηση αέρα από το πεπτικό σύστημα. Ο ασθενής έχει συχνά ρεψίματα, που ανακουφίζουν το στομάχι. Πολλές φορές ο αέρας προχωρεί στα έντερα, οπότε βρίσκει διέξοδο από το απευθυσμένο. Η α. προκαλείται είτε από άφθονη… … Dictionary of Greek
απευθύνω — (ἀπευθύνω) νεοελλ. 1. κατευθύνω, αποστέλλω κάτι προς κάποιον 2. αποτείνω («σου απευθύνει τον λόγο, του απηύθυνε επιστολή») αρχ. 1. κάνω κάτι πάλι ευθύ, ισιώνω, αποκαθιστώ 2. οδηγώ σωστά, διευθύνω 3. διοικώ, κυβερνώ, διευθετώ 4. μτφ. διορθώνω,… … Dictionary of Greek
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
εντεροσκόπιο — το όργανο με το οποίο εξετάζονται ενδοσκοπικά τα έντερα και μάλιστα το απευθυσμένο (ορθοσκόπιο) … Dictionary of Greek
ευθυκολεϊκό — ή, ό φρ. «ευθυκολεϊκό διάφραγμα» μυώδης στιβάδα που χωρίζει την κοιλότητα τού κολεού από το απευθυσμένο … Dictionary of Greek
ευθυμητρικός — ή, ό 1. αυτός που εξέρχεται από τη μήτρα ευθέως 2. φρ. α) «ευθυμητρικοί σύνδεσμοι» δύο σύνδεσμοι που προσφύονται πίσω από τον αυχένα τής μήτρας β) «ευθυμητρικός μυς» μυς που συνδέει τη μήτρα με το απευθυσμένο … Dictionary of Greek
κωλάντερο — το το τελευταίο μέρος τού παχέος εντέρου, το απευθυσμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + άντερο] … Dictionary of Greek
κύσθος — (I) ο (Α κύσθος) το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κύσθος < *qus dho , που αποτελεί πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα (s)qu s , παρεκτεταμένη (με s ) μορφή τής ΙΕ ρίζας (s)qeu «σκεπάζω, καλύπτω» (πρβλ. και κεύθω), και επίθημα θος (πρβλ. (κέλευ θος) … Dictionary of Greek
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek